αντεμπίπλημι

αντεμπίπλημι
ἀντεμπίπλημι (Α)
1. καθιστώ κι εγώ κάτι πλήρες, γεμίζω
2. γεμίζω κάτι σε ανταμοιβή ή για αποζημίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”